Δυο παραλλαγές για την ημέρα της κρίσης

Μια απόκρυφη όσο και απαγορευμένη εκδοχή της Δευτέρας Παρουσίας είναι η παρακάτω:

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πεπερασμένο της φύσεως μας, κανείς άνθρωπος δε δύναται να είναι άξιος για την Αιώνια Χάρις ή την Αιώνια Τιμωρία (καταδίκη). Αντίθετως, το αυτό δεν μπορεί να υποστηριθεί για τα Λόγια και τα Εργα ενός Άχρονου Όντος – Δημιουργού. Επίπροσθέτως, μας είναι αδύνατο να φανταστούμε ένα τέτοιο Ον απ’ τις ιδιότητες του οποίου θα εξέλειπε η Απόλυτη Δικαιοσύνη. Όπερ έδει δείξαι!

Σε αντιδιαστολή με την επίσημη, ορθόδοξη εκδοχή, η Ημέρα της Κρίσεως δεν θα είναι μια δίκη όπου ο Δημιουργός θα κρίνει τους ανθρώπους, αλλά εκείνη όπου οι άνθρωποι θα κρίνουν το Δημιουργό (λογικά). Η Ερώτησις που θα τεθεί σε όλους εμάς και στον καθέναν ξεχωριστά, δεν μπορεί παρά να είναι η εξής μια: «Εαν πριν γεννηθείς σου διδόταν η εκλογή, θα επέλεγες να ζήσεις τη ζωη σου ή θα προτιμούσες να μην έβλεπες το φώς της μέρας;» Ο κάθε άνθρωπος απαντά διατηρώντας το δικαίωμα της λευκής ψήφου και η απόφαση παίρνεται κατά πλειοψηφίαν.

Στην περίπτωση που η τελική κρίση είναι θετική, ο Θεός μεταφέρεται απο το ειδώλιο του κατηγορουμένου στο θρόνο του και αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντα της κατασκευής μιας Νέας Οικουμένης (φάρσας) σύμφωνα με τις ανεξερεύνητες βουλές του. Όσοι εψήφισαν θετικά γίνονται κοινωνοί αυτού του καινούργιου οικοδομήματος ενώ στους αντιφρονούντες δωρίζεται απλόχερα η Αιώνια Λήθη (το τέποτα), όπως άλλωστε επέλεξαν. Οι αναποφάσιστοι πιθανότατα μετενσαρκώνονται σε κάποιο κατώτερο είδος συνείδησης (κωλόζωα).

Στην περίπτωση που η τελική κρίση είναι αρνητική, ο Θεός καταδικάζεται για μια αιωνιότητα στο πυρ το εξώτερον ενώ ο Εωσφόρος απελευθερώνεται απο τα δεσμά του και ανυψώνεται στο επίκεντρο των Επτά Ουρανών. Εκεί του δίδεται η ευκαιρία για την ανέγερση μιας Πλάσης σύμφωνης με τα δικά του πιστεύω (αποψάρες). Ανεξαρτήτως ψήφου, τους ανθρώπους τους παίρνει όλους ο διάολος.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, με το πέρας της αιωνιότητας η Κρίση επαναλαμβάνεται και η προαιώνια διαμάχη μεταξύ Γιν και Γιανγκ για την Τέλεια Αρμονία βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο απροσπέλαστο τέλος της. Όσο για εμάς, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε πόσες φορές έχουμε παραστεί στην ως άνω διαδικασία μέχρι το σημερινό Σύμπαν, καθώς και την ταυτότητα του Δημιουργού μας. . .

– Μετάφραση απο τα (διορθωμένα) χειρόγραφα του Λεμουριάζι Ντα Όρα με τίτλο «Θα γυρίσει ο τροχός»

*                                     *                                      *

Την τελευταία μέρα του κόσμου, όλοι οι άντρες καλούνται μπροστά στην Συμπαντική Μητέρα για να κριθούν για τις πράξεις τους. Η Συμπαντική Μητέρα -μαμά και γκόμενα όλων μας- τους υποβάλλει σε μια σειρά ερωτήσεων που ουδεμία σχέση φαίνονται να έχουν με τη ζωή του εκάστοτε κρινόμενου. Το κόλπο είναι το εξής απλό αλλά δεν το ξέρει κανείς: Καμμία απολύτως σχέση δεν έχει τί θα απαντήσει ο κάθε άντρας, αρκεί και μόνο να μην χρησιμοποιήσει κάποιες λέξεις. Οι απαγορευμένες αυτές λέξεις κρατιούνται επτασφράγιστο μυστικό (και ίσως να διαφέρουν απο πρόσωπο σε πρόσωπο) αλλά δεν είναι δύσκολο να εικάσουμε ότι μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι  «δόξα», «εξουσία» , «σεξ», «επαναληπτικότητα», «καλούπι», «αποσύνθεση», «αφαίρεση».

Τελευταίος δικάζεται  o πρώτος ανθρωπος, ονόματι Αδάμ κατα μερικούς, αλλά τον οποίο η Συμπαντική Μητέρα προσφωνεί » Ο Θλιβερός Ηγέτης». Οι φήμες στο ακροατήριο λένε πως γνωρίζει τις λέξεις αλλά φαίνεται να δυσκολέυεται το ίδιο με όλους.

Η απουσία γυναικών στην αίθουσα μοιάζει να επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι ουδέποτε υπήρξαν τέτοια πλάσματα. Η ύπαρξη τους πάνω στη γη δεν είναι παρά μια  μαζική ψευδαίσθηση, ενορχηστρωμένη απο την  Μέγαιρα μετα Παρρησίας, προαιώνια εχθρό της Συμπαντικής Μητέρας.

My friends pt. III

Ο κύριος Πανταλέων Καμπανέλλης ήταν εκ φύσεως καταθλιπτικός. Υπήρχαν ελάχιστα πράγματα στα οποία έβρισκε κάποιο νόημα ή έστω ικανοποίηση και, όσο περνούσαν τα χρόνια, τα πράγματα αυτά γίνονταν ακόμη λιγότερα. Ένας λογικός άνθρωπος, με δυο λόγια.

Αυτό που τον διαχώριζε από τους υπόλοιπους λογικούς ήταν μια επιπλέον διαταραχή: θυμόταν τα πάντα,  (ή για να ακριβολογούμε, όσα δεν ήταν απολύτως οδυνηρά) με ευχαρίστηση. Μικρή σημασία είχε η διάρκεια ή η βαρύτητα των γεγονότων. Από μια βαρετή έξοδο με φίλους ή ένα αδιάφορο ταξίδι μέχρι την ταλαιπωρημένη, μακροχρόνια σχέση του ή τη θητεία στο στρατό, όλα μεταμορφώνονταν εξίσου. Τη στιγμή που τα ζούσε έμοιαζαν ανυπόφορα μάταια, βυθίζοντας την ψυχή του στο σκοτάδι, μα σαν τα σκεφτόταν λίγο καιρό μετά, έπαιρνε όρκο πως ήταν ευτυχισμένες μέρες που θά ‘θελε να ξαναζήσει. Βρισκόταν έτσι μόνιμα φυλακισμένος στον πύργο ενός απόρθητου και αβάσταχτου παρόντος, περιτριγυρισμένου απ’ τις απεριόριστες εκτάσεις μιας λαμπερής, πάλαι ποτέ ζωής.

Κι υπήρχαν βέβαια στιγμές, όπως σε κάθε τρελό, που ο Πανταλέων αντιλαμβανόταν τον παραλογισμό του. Κι όπως σε κάθε τρελό, τότε ήταν που τά ‘χανε ακόμα περισσότερο. Μήπως η ζωή του πήγαινε πράγματι απ’ το κακό στο χειρότερο κι αυτή η νοσταλγία για τα περασμένα ήταν απολύτως φυσιολογική και δικαιολογημένη; Ή μήπως αυτή η ωραιοποίηση του παρελθόντος δεν ήταν παρα μια άμυνα που είχε αναπτύξει ο οργανισμός του στην έμφυτη ροπη του προς την απαισιοδοξία; Θυμόταν βέβαια να του συμβαίνει απο πάντα, αλλα απ’ την άλλη, και καταθλιπτικός απο πάντα ήταν. Κι αν ήταν όντως άμυνα, τί σόι άμυνα ήταν αυτή; Η μελαγχολία με την οποία τον έλουζε διαρκώς, ήταν προτιμότερη τάχα από την αίσθηση μιας πλήρους ματαιότητας;

Δίχως μια σίγουρη απάντηση για προσκεφάλι, παραδιδόταν για ένα ακόμη βράδυ σ’ ένα διχασμένο ύπνο. Κι όταν ξυπνούσε το επόμενο πρωί, ένα ήταν σίγουρο: τα πράγματα πήγαιναν χάλια γι αυτόν, είχε μπροστά του μια ακόμη ατελείωτη μέρα, αλλά τουλάχιστον είχε προλάβει να ζήσει μια αξιοζήλευτη ζωή. . .

Όταν τελικά αυτοκτόνησε, ο σπιτονοικοκύρης του προβληματίστηκε από αυτά τα βουρκωμένα μάτια, από εκείνο το διάπλατο χαμόγελο στα χείλη.

(Στον υπολογιστή του, έπαιζε στο repeat το εξής 😛 )